- ἐγκυλίω
- V 0-0-0-1-2=3 Prv 7,18; Sir 23,12; 37,3P: to be involved in [τινι] (metaph.) Prv 7,18; id. [ἔν τινι] Sir 23,12; id. [+inf.] Sir 37,3 Cf. HELBING 1928, 270
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εγκυλίνδω — ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α) 1. περιτυλίσσω 2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι … Dictionary of Greek